- πρόστασις
- -άσεως, ἡ, Α [προΐστημι]1. επιδεικτική εξωτερική μεγαλοπρέπεια, επίπλαστη δόξα2. η προστάς*3. (δ. γρφ.) η πρόσστασις*4. φρ. «πρόστασις ἡ πρὸς τοῡ θυρώματος» — το προστομιαίο(ν).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρόστασις — outward dignity fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστάσει — πρόστασις outward dignity fem nom/voc/acc dual (attic epic) προστάσεϊ , πρόστασις outward dignity fem dat sg (epic) πρόστασις outward dignity fem dat sg (attic ionic) προστά̱σει , προίστημι set before aor subj act 3rd sg (epic doric) προστά̱σει … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστάσεις — πρόστασις outward dignity fem nom/voc pl (attic epic) πρόστασις outward dignity fem nom/acc pl (attic) προστά̱σεις , προίστημι set before aor subj act 2nd sg (epic doric) προστά̱σεις , προίστημι set before fut ind act 2nd sg (doric) προσστάζω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστάσεσι — πρόστασις outward dignity fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστάσιες — πρόστασις outward dignity fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόστασιν — πρόστασις outward dignity fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστάσιμον — τὸ, Α [πρόστασις] η πρoστάς* … Dictionary of Greek
προστάσιος — ία, ον, Α [πρόστασις] προστατήριος* … Dictionary of Greek
προστασία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. προστασίη Α 1. επιμέλεια, φροντίδα (α. «προστασία τού περιβάλλοντος» β. «δι ἥν ποιεῑται ἡμῶν προστασίαν», πάπ.) 2. υπεράσπιση, προάσπιση, προφύλαξη, περιφρούρηση (α. «προστασία τών ανθρώπινων δικαιωμάτων» β. «ἀπογνῶναι δὲ… … Dictionary of Greek
Κεκρόπιο — Τμήμα του οικοδομήματος του Ερεχθείου της Ακρόπολης, στο οποίο, σύμφωνα με τη μυθολογία, βρισκόταν ο τάφος του βασιλιά Κέκροπα, στη βορειοδυτική πλευρά του κτιρίου. Το τμήμα αυτό συνδεόταν με τις Καρυάτιδες με μια μικρή στοά, η οποία στις… … Dictionary of Greek